ξεδιψώ

ξεδιψώ
ξεδιψάω 1. μετ. утолять чью-л. жажду, напоить (кого-л.);
2. αμετ. утолять жажду, напиться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ξεδιψώ" в других словарях:

  • ξεδιψώ — άω (Μ ξεδιψῶ) 1. καταπραΰνω τη δίψα κάποιου 2. παύω να διψώ («ήπια μια πορτοκαλάδα και ξεδίψασα») 3. μτφ. ικανοποιώ. Ι [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + διψώ] …   Dictionary of Greek

  • ξεδιψώ — ξεδιψάω / ξεδιψώ, ξεδίψασα, ξεδιψασμένος βλ. πίν. 68 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεδιψώ — ξεδίψασα, ξεδιψασμένος 1. μτβ., καταπραΰνω τη δίψα μου: Πιες μια πορτοκαλάδα να ξεδιψάσεις. 2. αμτβ., παύω να διψώ: Φάγαμε καρπούζι και ξεδιψάσαμε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επάρδω — ἐπάρδω (AM) και ἐπαρδῶ (Μ) αρδεύω, ποτίζω («τὴν χώραν ὅσην ὁ ποταμὸς ὁ Πολυτίμητος ἐπάρδων ἐπέρχεται», Αρρ.) και μτφ. «τοιαύταις ἀρεταῑς ἁπαλὴν ἔτι τὴν ψυχὴν ἐπάρδων» (Λουκιαν.) μσν. μτφ. ξεδιψώ, ξεδιψάζω αρχ. (για το σώμα) τρέφομαι. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξεδίψασμα — το το αποτέλεσμα τού ξεδιψώ, η παύση τού αισθήματος τής δίψας («να ξέρω πως ευφραίνει σε μια σκέψη σαν ξεδίψασμα», Παλαμ.) …   Dictionary of Greek

  • ξεδιψαστής — ο, θηλ. ξεδιψάστρα [ξεδιψώ] αυτός που καταπραύνει τη δίψα («η ξεδιψάστρα η κρήνη», Παλαμ.) …   Dictionary of Greek

  • ξεδιψάω — / ξεδιψώ, ξεδίψασα, ξεδιψασμένος βλ. πίν. 68 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»